32003R0859

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 859/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2003, για την επέκταση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν καλύπτονται ήδη από τις διατάξεις αυτές μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 124 της 20/05/2003 σ. 0001 - 0003


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 859/2003 του Συμβουλίου

της 14ης Μαΐου 2003

για την επέκταση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν καλύπτονται ήδη από τις διατάξεις αυτές μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 63 σημείο 4,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Κατά την έκτακτη σύνοδό του στο Τάμπερε, στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διακήρυξε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να εξασφαλίσει τη δίκαιη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών της, να τους παράσχει δικαιώματα και υποχρεώσεις συγκρίσιμα με εκείνα που απολαμβάνουν οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προωθήσει την άνευ διακρίσεων μεταχείριση στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή και να επιδιώξει την προσέγγιση του νομικού καθεστώτος τους προς εκείνο των υπηκόων των κρατών μελών.

(2) Στο ψήφισμά του της 27ης Οκτωβρίου 1999(3), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επέμεινε στην ταχεία υλοποίηση των υποσχέσεων για δίκαιη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στα κράτη μέλη και στον καθορισμό του νομικού καθεστώτος τους, με ενιαία δικαιώματα όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς εκείνα που απολαμβάνουν οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(3) Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή απηύθυνε επίσης έκκληση για την ουσιαστική εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης στον κοινωνικό τομέα μεταξύ των κοινοτικών υπηκόων και των υπηκόων τρίτων χωρών, ιδίως στη γνώμη που εξέδωσε στις 26 Σεπτεμβρίου 1991 για το καθεστώς των διακινούμενων εργαζομένων από τρίτες χώρες(4).

(4) Στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπεται ότι η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

(5) Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικότερα δε το πνεύμα του άρθρου 34 παράγραφος 2.

(6) Η προώθηση υψηλού επιπέδου κοινωνικής προστασίας και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής στα κράτη μέλη αποτελούν στόχους της Κοινότητας.

(7) Όσον αφορά τις συνθήκες κοινωνικής προστασίας των υπηκόων τρίτων χωρών, και ειδικότερα το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που εφαρμόζεται στην περίπτωσή τους, το Συμβούλιο "Απασχόληση και Κοινωνική Πολιτική" έκρινε στα συμπεράσματά του, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, ότι ο συντονισμός που εφαρμόζεται για τους υπηκόους τρίτων χωρών θα πρέπει να τους παραχωρεί ένα σύνολο ενιαίων δικαιωμάτων όσο το δυνατόν πλησιέστερων προς εκείνα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(8) Σήμερα, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας(5), ο οποίος αποτελεί τη βάση του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των διαφόρων κρατών μελών, και ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71(6), εφαρμόζονται μόνον σε ορισμένους υπηκόους τρίτων χωρών. Ο αριθμός και η πολυμορφία των νομικών μέσων που χρησιμοποιούνται για να επιλυθούν τα προβλήματα συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών μελών, τα οποία αντιμετωπίζουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τους κοινοτικούς υπηκόους, είναι πηγή νομικής και διοικητικής πολυπλοκότητας. Δημιουργούν σημαντικές δυσκολίες στους ενδιαφερομένους, στους εργοδότες τους και στους αρμόδιους εθνικούς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.

(9) Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η εφαρμογή των κανόνων συντονισμού του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην Κοινότητα και δεν καλύπτονται σήμερα από τις διατάξεις των εν λόγω κανονισμών λόγω της ιθαγένειάς τους, ενώ πληρούν τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που προβλέπονται από τους κανονισμούς αυτούς· η επέκταση αυτή αποκτά ειδικότερη σημασία ενόψει της επικείμενης διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(10) Η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 στα πρόσωπα αυτά δεν παρέχει στους ενδιαφερομένους κανένα δικαίωμα εισόδου, παραμονής ή διαμονής, ούτε δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας ενός κράτους μέλους.

(11) Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 εφαρμόζονται, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, μόνον εφόσον ο ενδιαφερόμενος διαμένει ήδη νόμιμα στο έδαφος ενός κράτους μέλους. Συνεπώς, το νόμιμο της διαμονής είναι προαπαιτούμενο της εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

(12) Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις όπου όλα τα πραγματικά περιστατικά έχουν λάβει χώρα εντός του εδάφους ενός και μόνο κράτους μέλους. Αυτό αφορά, μεταξύ άλλων, την περίπτωση που η κατάσταση ενός υπηκόου τρίτης χώρας έχει αποκλειστικά δεσμούς με μία τρίτη χώρα και ένα μόνο κράτος μέλος.

(13) Η διατήρηση του δικαιώματος στις παροχές ανεργίας, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 69 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71, έχει ως προϋπόθεση την εγγραφή του ενδιαφερόμενου ως αιτούντος εργασία στις υπηρεσίες απασχόλησης καθενός από τα κράτη μέλη στα οποία μεταβαίνει. Οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν συνεπώς εφαρμογής σε υπήκοο τρίτης χώρας μόνον εφόσον αυτός έχει το δικαίωμα, ενδεχομένως λόγω του τίτλου διαμονής του, να εγγραφεί ως αιτών εργασία στις υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους στο οποίο μεταβαίνει και να εργαστεί νομίμως στο κράτος αυτό.

(14) Θα πρέπει να θεσπιστούν μεταβατικές διατάξεις που θα αποβλέπουν στο να προστατεύσουν τα πρόσωπα τα οποία καλύπτει ο παρών κανονισμός και να αποφευχθεί η απώλεια δικαιωμάτων τους λόγω της έναρξης ισχύος του.

(15) Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, είναι απαραίτητο και σκόπιμο η επέκταση του πεδίου εφαρμογής των κανόνων συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης να πραγματοποιηθεί με ένα κοινοτικό νομικό μέσο, το οποίο να είναι δεσμευτικό και άμεσα εφαρμοστέο σε όλα τα κράτη μέλη που έχουν συμμετάσχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού.

(16) Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί με τρίτες χώρες, στις οποίες η Κοινότητα είναι μέρος και οι οποίες προβλέπουν πλεονεκτήματα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης.

(17) Δεδομένου ότι οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων.

(18) Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησαν, με επιστολές της 19ης και 23ης Απριλίου 2002, την επιθυμία τους να συμμετάσχουν στη θέσπιση και εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(19) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και συνεπώς δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών που δεν καλύπτονται ήδη από τις εν λόγω διατάξεις αποκλειστικά λόγω της ιθαγένειάς τους, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους και στους επιζώντες τους, εφόσον διαμένουν νόμιμα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και όλα τα πραγματικά περιστατικά δεν έχουν λάβει χώρα εντός του εδάφους ενός και μόνο κράτους μέλους.

Άρθρο 2

1. Ο παρών κανονισμός δεν δημιουργεί κανένα δικαίωμα για περίοδο προγενέστερη της 1ης Ιουνίου 2003.

2. Κάθε περίοδος ασφάλισης καθώς και, κατά περίπτωση, κάθε περίοδος απασχόλησης, μη μισθωτής δραστηριότητας ή διαμονής που συμπληρώθηκε στο πλαίσιο της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους πριν από την 1η Ιουνίου 2003 λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων που γεννώνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1, δικαίωμα γεννάται δυνάμει του παρόντος κανονισμού ακόμα και όταν αφορά γεγονός που έλαβε χώρα πριν από την 1η Ιουνίου 2003.

4. Κάθε παροχή που δεν έχει εκκαθαριστεί ή έχει ανασταλεί λόγω της ιθαγένειας ή της μόνιμης κατοικίας του ενδιαφερομένου, εκκαθαρίζεται ή αποκαθίσταται από την 1η Ιουνίου 2003, ύστερα από αίτηση του ίδιου, με την επιφύλαξη ότι τα δικαιώματα που έχουν εκκαθαριστεί προηγουμένως δεν καταβλήθηκαν ως εφάπαξ ποσό.

5. Τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων οι οποίοι πέτυχαν πριν από την 1η Ιουνίου 2003 την εκκαθάριση σύνταξης, μπορούν να αναθεωρηθούν, ύστερα από αίτησή τους, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

6. Εάν η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 ή στην παράγραφο 5 υποβληθεί μέσα σε προθεσμία δύο ετών από την 1η Ιουνίου 2003, τα δικαιώματα που γεννώνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού αποκτώνται από αυτή την ημερομηνία, χωρίς να μπορούν να αντιταχθούν στους ενδιαφερομένους οι διατάξεις οποιουδήποτε κράτους μέλους σχετικά με την έκπτωση ή την παραγραφή δικαιωμάτων.

7. Εάν η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 ή στην παράγραφο 5 υποβληθεί ύστερα από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 6, τα δικαιώματα από τα οποία δεν εξέπεσε ο δικαιούχος ή τα οποία δεν παραγράφηκαν, αποκτώνται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, με την επιφύλαξη τυχόν ευνοϊκότερων διατάξεων της νομοθεσίας κάποιου κράτους μέλους.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Βρυξέλλες, 14 Μαΐου 2003.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Α.-Α Τσοχατζόπουλος

(1) ΕΕ C 126 Ε της 28.5.2002, σ. 388.

(2) Γνώμη της 21.11.2002 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3) ΕΕ C 154 της 5.6.2000, σ. 63.

(4) ΕΕ C 339 της 31.12.1991, σ. 82.

(5) ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1386/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 187 της 10.7.2001, σ. 1).

(6) ΕΕ L 74 της 27.3.1972, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 410/2002 της Επιτροπής (ΕΕ L 62 της 5.3.2002, σ. 17).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 1

I. ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Όσον αφορά τις οικογενειακές παροχές, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνον στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι διαθέτουν ειδικό τίτλο διαμονής σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, όπως το "Aufenthaltserlaubnis" ή το "Aufenthaltsberechtigung".

II. ΑΥΣΤΡΙΑ

Όσον αφορά τις οικογενειακές παροχές, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνον στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι πληρούν τους όρους που απαιτεί η αυστριακή νομοθεσία για να έχουν μόνιμο δικαίωμα στις οικογενειακές παροχές.